- περιαμφιεννυμι
- περιαμφιέννυμιπερι-αμφιέννῡμιобволакивать со всех сторон, окутывать
(κύκλῳ τι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κύκλῳ τι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιαμφιέννυμι — και περιαμφιεννύω Α περικαλύπτω κάτι από όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω «ντύνω»] … Dictionary of Greek
περιαμφιάζω — Α περιαμφιέννυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀμφιάζω, μτγν. τ. τού ἀμφιέννυμι] … Dictionary of Greek